- σκάζω
- σκάζω και σκάνω και σκάω έσκασα, σκασμένος1. μτβ., προκαλώ ρήγμα: Του έσκασαν το μπαλόνι και κλαίει.2. μτφ., στενοχωρώ πολύ κάποιον: Τον έσκασε αυτό το παιδί με το πείσμα του.3. αμτβ., παθαίνω ρήγμα: Έσκασαν οι τοίχοι από το σεισμό. – Έσκασαν τα ρόδια.4. παθαίνω έκρηξη: Έσκασε η νάρκη και τους τίναξε στον αέρα.5. μτφ., στενοχωριέμαι πολύ, με πνίγει η δυσφορία: Τον έκανε να σκάσει από τη ζήλια του. – Έσκασε μέσα σ' αυτό το δωμάτιο και βγήκε να πάρει λίγο αέρα.6. φρ., «Τα σκάζω», πληρώνω θέλω δε θέλω· «Το σκάζω», τρέπομαι σε φυγή, δραπετεύω· «Σκάζω φιλί», δίνω ξαφνικά ένα φιλί· «Σκάζει το κανόνι», αποτυχαίνω σε εξετάσεις· «Σκάζει ο ήλιος», ανατέλλει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.